χορτοφάγος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτοφάγος Medium diacritics: χορτοφάγος Low diacritics: χορτοφάγος Capitals: ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: chortophágos Transliteration B: chortophagos Transliteration C: chortofagos Beta Code: xortofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating grass, EM215.57.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων χόρτον, Ἐτυμ. Μέγ. 215. 57.

Greek Monolingual

-α, -ο / χορτοφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που τρέφεται με χορταρικά
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που τρέφεται με λαχανικά και φρούτα αποφεύγοντας συστηματικά τη βρώση του κρέατος, ιδίως του κόκκινου, και τών παραγώγων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φάγος].