χορτοφάγος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eating grass, EM215.57.
Greek (Liddell-Scott)
χορτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων χόρτον, Ἐτυμ. Μέγ. 215. 57.
Greek Monolingual
-α, -ο / χορτοφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που τρέφεται με χορταρικά
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που τρέφεται με λαχανικά και φρούτα αποφεύγοντας συστηματικά τη βρώση του κρέατος, ιδίως του κόκκινου, και τών παραγώγων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φάγος].