ον,
A rich in fruits, εἰρήνη IG3.170.
βαθύκαρπος: -ον, πλούσιος ἐν καρποῖς, ἀφθόνους φέρων καρπούς, εὔκαρπος, εἰρήνη Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 792.