ἀκατάσκοπος
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
ον,
A gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.