Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατάσκοπος

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάσκοπος Medium diacritics: ἀκατάσκοπος Low diacritics: ακατάσκοπος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: akatáskopos Transliteration B: akataskopos Transliteration C: akataskopos Beta Code: a)kata/skopos

English (LSJ)

ἀκατάσκοπον, Glossaria on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.

Spanish (DGE)

-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.

Greek Monolingual

ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.

German (Pape)

unüberlegt, Sp.