ἀκατάσκοπος
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
English (LSJ)
ἀκατάσκοπον, Glossaria on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
Spanish (DGE)
-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
Greek Monolingual
ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.
German (Pape)
unüberlegt, Sp.