ἔκπικρος
English (LSJ)
ον,
A very bitter, Arist.Pr.880a24.
German (Pape)
[Seite 773] sehr bitter, Arist. Probl. 4, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπικρος: -ον, λίαν πικρός, κατάπικρος, Ἀριστ. Προβλ. 4. 29.
ον,
A very bitter, Arist.Pr.880a24.
[Seite 773] sehr bitter, Arist. Probl. 4, 30.
ἔκπικρος: -ον, λίαν πικρός, κατάπικρος, Ἀριστ. Προβλ. 4. 29.