ἀκανόνιστος: -ον, (κανονίζω) ὁ μὴ κανονικός, ἐναντίος εἰς τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ἱππόλυτ. 856Β, ἀκανόνιστα δογματίζεις, - ἀκανόνιστα βιβλία, Λαοδ. 59, Κύριλλ. Α. 141C. Ἀποφθέγμ. 149D.