ἄλησις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀλάομαι)
A = ἄλη, of the course of the sun, Arat. 319. II (ἀλέω A) grinding, Gp.9.19.7.
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, = ἄλη, Umlauf der Sonne, Arat. 318. – Bei Geopon. das Mahlen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλησις: -εως, ἡ (ἀλάομαι), = ἄλη, περὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου. Ἄρατ. 319. ΙΙ. (ἀλέω) = τὸ ἀλήθειν, Achmes Ὀνειρ. 194, Γεωπ. 9.19· πρβλ. ἄλεσις.