ἄλησις

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλησις Medium diacritics: ἄλησις Low diacritics: άλησις Capitals: ΑΛΗΣΙΣ
Transliteration A: álēsis Transliteration B: alēsis Transliteration C: alisis Beta Code: a)/lhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀλάομαι)
A = ἄλη, of the course of the sun, Arat. 319.
II (ἀλέω A) grinding, Gp.9.19.7.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
curso, carrera ἡλίοιο Arat.319. < ἄλησις ἀλησμόνητος > ἄλησις, -εως, ἡ
molienda, Gp.9.19.7.

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, = ἄλη, Umlauf der Sonne, Arat. 318. – Bei Geopon. das Mahlen.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλησις: -εως, ἡ (ἀλάομαι), = ἄλη, περὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου. Ἄρατ. 319. ΙΙ. (ἀλέω) = τὸ ἀλήθειν, Achmes Ὀνειρ. 194, Γεωπ. 9.19· πρβλ. ἄλεσις.

Greek Monolingual

(I)
ἄλησις (-εως), ο (Α) ἀλῶμαι
περιπλάνηση, περιφορά (του ήλιου).
(II)
ἄλησις (-εως), η (Α) ἀλῶ
άλεση, άλεσμα.