ἀλογέω
English (LSJ)
A pay no regard to thing, εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται, ἀλλ' ἀλογήσει Il.15.162: c. gen., δίκης Democr.174; πάσης συμβουλίης Hdt.3.125; τῶν ἐντολέων Id.8.46: abs., ib.116: c. acc., Procop. Pers.1.4, al.; insult, PTeb.138 (ii B. C.):—Pass., to feel slighted, Cic. Att.12.3.3. 2 to be unreasonable, Phld.Ir.p.34 W. II Pass., to be disregarded, D.L.1.32; commit an indiscretion, be misled, διά τινος miscalculate, Plb.8.36.4, cf. 28.9.8. 2 to be out of one's senses, Luc.Ocyp.143; ἠλογημένη 'nonplussed', Alciphr.2.1; ἠ. ψυχή Hierocl. in CA 12p.446M. 3 Gramm., to be irregularly formed, A.D.Adv.162.18, al., EM405.34, etc.
German (Pape)
[Seite 108] keine Rücksicht auf etwas nehmen, sich nicht um etwas kümmern, Hom. zweimal, Iliad. 15, 162. 178 εἰ δέ μοι (οἱ) οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται (-σεαι) ἀλλ' ἀλογήσει (-σεις); Her. 8, 116; mit gen. 3, 125. 8, 46; aor. pass. = vernachlässigt sein Cic. Attic. 12, 3; Pass. sich irren, täuschen, Pol. 8, 2 u. Sp.; von Sinnen sein, Luc. Ocyp. 1 43. Bei den Gramm. auch = gegen den Sprachgebrauch sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἄλογος, δηλ. δὲν ὁμιλῶ, δὲν δίδω προσοχὴν εἴς τι πρᾶγμα, καταφρονῶ, περιφρονῶ, Λατ. rationem non habere, μετὰ δοτικ. εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ’ ἐπιπείσεται, ἀλλ’ ἀλογήσει, Ἰλ. Ο. 162˙ μετὰ γεν., δὲν λαμβάνω ὑπὸ σκέψιν, ἀδιαφορῶ˙ πάσης συμβουλίης, Ἡρόδ. 3. 125˙ τῶν ἐντολέων, ὁ αὐτ. 8. 46˙ ἀπολ., αὐτόθι 116. ΙΙ. παθ., παραβλέπομαι, περιφρονοῦμαι. Διογ. Λ. 1. 32: δὲν ὑπολογίζω τὰ πράγματα καλῶς, Πολύβ. 8. 2, 4., 28. 9, 8. 2) εἶμαι ἔξω φρενῶν, «χάνω τὰ λογικά μου», Λουκ. Ὠκύπ. 143. 3) παραβαίνω τοὺς κανόνας τῆς γλώσσης, Ἐτυμ. Μ. 405. 34, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀλογήσω, ao. ἠλόγησα, pf. ἠλόγηκα;
ne tenir aucun compte de, gén..
Étymologie: ἄλογος.
English (Autenrieth)
(ἄλογος): be disregardful, fut., Il. 15.162 and 178.