ἀνάλλακτος
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, Orph.Fr.248.8.
German (Pape)
[Seite 196] unveränderlich, Orph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 3. 8.
ον,
A unchangeable, Orph.Fr.248.8.
[Seite 196] unveränderlich, Orph.
ἀνάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 3. 8.