ἀναλλοίωτος
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
ἀναλλοίωτον, unchangeable, Arist.Metaph.1073a11, Cael.270a14; ἀ. τὴν φωνήν D.L.4.17; κάλλος Ph.1.649; of undigested food, Gal.6.575; ἀ. ὕλη Stoic.2.114; not permitting change, Thphr. CP 6.10.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no transformado, no digerido de alimentos, Gal.6.575.
2 inalterable, inmutable τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.Metaph.1073a11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.Cael.270a14, ὕλη Chrysipp.Stoic.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.Inst.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ PMonac.13.11 (VI a.C.).
3 que mantiene inalterable τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva Thphr.CP 6.10.3.
II adv. ἀναλλοιώτως = sin cambio Cyr.Al.Nest.1.3 p.22.
German (Pape)
[Seite 196] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invariable, immuable.
Étymologie: ἀ, ἀλλοιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλλοίωτος: не подверженный изменениям, неизменяющийся (οὐσία Arst.; φύσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλλοίωτος: -ον, ἀμετάβλητος, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι ἄλλο ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναλλοίωτος, -ον) ἀλλοιῶ
αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, αμετάβλητος, και επεκτατικά σταθερός, ακλόνητος.