ἀνεπικάλυπτος

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

German (Pape)

[Seite 224] unverhüllt, offen, Sp.; s. ἀνεπικώλυτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21.