ἀνεπικάλυπτος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
German (Pape)
[Seite 224] unverhüllt, offen, Sp.; s. ἀνεπικώλυτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21.