εως, ἡ
A , ἀνελκόομαι' suppuration, Cass.Pr.9.
[Seite 222] ἡ, die Vereiterung, Medic.
ἀνέλκωσις: ἡ, (ἀνελκύω) ἡ εἰς ἕλκος μεταβολή, Κασσίου Προβλ. 9.