ἀπληροφόρητος: -ον, ἀβέβαιος, ἄδηλος, ἀσαφής, ἀμφίβολος, Ἰω. Κλίμ. σ. 130, 36. ― Ἐπίρρ. -τως Γρηγ. Ναζ. σ. 155, 25.