ἀπηλεγής
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
German (Pape)
[Seite 290] ές, rücksichtslos, Sp.; advb. ἀπηλεγέως Hom. zweimal, Iliad. 9, 309 Od. 1, 373 μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν (ἀποείπω), grade heraus; μῦθον ἀ. ἀγόρευεν h. Hom. Merc. 362; ὡς φάτο Ap. Rh. 2, 25; νίσσομαι 1, 785; τύπτειν Qu. Sm. 1, 226. Ebenso ἀπηλεγές, Opp. Cyn. 2, 510; Nic. Ther. 495, neben διαμπερές, d. i. genau, Schol. ἀκριβῶς καὶ συντόμως.