ἀπόχρησις

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A getting rid of, τῶν περιττῶν dub. in Plu.2.267f.    II consumption, using up, Ep.Col.2.22.

German (Pape)

[Seite 336] ἡ, das Aufbrauchen, Plut. qu. Rom. 18, l. d.; Aufreiben, Tödten, Ar. frg. 2; das Bedürfniß, Dion. Hal. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος, ἀποχρήσεις καὶ συστολαὶ τῶν περιττῶν Πλούτ. 2.267F. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναι τὶς εὐχαριστημένος μέ τι, τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· πρβλ. ἀποχράω Α. Ι. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se défaire de;
2 mauvais usage;
3 NT action de mésuser.
Étymologie: ἀποχράομαι.