ἀργολογία
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek (Liddell-Scott)
ἀργολογία: ἡ, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ.: - Ἐπίθ. -λογικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτ. 252, 14: - Ἐπίρρημ. -κῶς αὐτόθι 260. 86.