ἁρμοστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for joining, v.l. for ἁρμονικός, Theol.Ar.34.
German (Pape)
[Seite 356] zur Verbindung gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τὸ ἁρμόζεσθαι, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 34, 33. 2) ἁρμόζων, «ἐγκώμια ... ἀρμοστικώτατα» Χρον. Πασχ. σ. 2Α.