ἁρμοστικός

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for joining, v.l. for ἁρμονικός, Theol.Ar.34.

German (Pape)

[Seite 356] zur Verbindung gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τὸ ἁρμόζεσθαι, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 34, 33. 2) ἁρμόζων, «ἐγκώμια ... ἀρμοστικώτατα» Χρον. Πασχ. σ. 2Α.