ἁρμονικός
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ἁρμονική, ἁρμονικόν,
A skilled in music, Pl.Phdr. 268d; ἁρμονικὸς οὐ μάγειρος musician, Damox.2.49 codd.
II musical: τὰ ἁρμονικά = theory of music, music theory, Pl.Phdr.268e, Arist.Metaph.1077a5; ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονική (sc. ἐπιστήμη) mathematical theory of music, ib.997b21; ἁρμονικὴ πραγματεία a treatise thereon, Plu.2.1142f; ἁρμονικὰ στοιχεῖα, title of work by Aristoxenus; ἁρμονικοί, οἱ, students of ἁρμονική, οἱ κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ἁ. Arist.Top.107a16; with play on (b), Aristox. Harm.p.I M.
b of the enharmonic scale or in the enharmonic scale, νόμος Plu.2.1133e.
c ἁρμονικὴ κίνησις, of the pulse, in harmony with physical state, Gal.19.376.
III Arith., harmonic, μέσα Archyt.2; ἁρμονικὴ ἀναλογία Ph.1.27, Nicom.Ar.2.22, Theo Sm.p.114H.; μεσότης Arist.Fr.47; λόγοι Ph.1.22 (Sup.); λόγοι κατ' ἀριθμὼς ἁρμονικὼς συγκεκραμένοι Ti.Locr. 96a, cf. Arist.de An.406b29.
IV ἁρμονικὸν γυμνάσιον = training by rule of thumb, Philostr.Gym.53.
V metaph., capable of harmonizing, τακτικοὶ καὶ ἁρμονικοί Plu.2.618c; of God, ib.946f.
VI Adv. ἁρμονικῶς = harmonically, regularly ib.1138e, Iamb.Comm.Math.32.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I mús.
1 experto en música, armonizador de pers., ὥσπερ ἂν μουσικὸς ἐντυχὼν ἀνδρὶ οἰομένῳ ἁρμονικῷ εἶναι Pl.Phdr.268d, ἀνάγκη ... ταῦτ' ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα ἁρμονικὸν ἔσεσθαι Pl.Phdr.268e, cf. Chrm.170c
•subst. ἁρμονικός, οὐ μάγειρος Damox.2.49, οἱ κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ἁρμονικοί (como dicen) los expertos en música según la teoría matemática Arist.Top.107a16, οἱ πλεῖστοι τῶν ἁρμονικῶν Aristox.Harm.7.3, ὁ θεὸς ἁ. καλεῖται καὶ μουσικός Plu.2.946f.
2 relativo a la armonía, armónico, musical de abstr. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1142f, ἐπιστήμη Aristox.Harm.13.1, 49.7, Alyp.p.367.4
•subst. τὰ ἁρμονικά Pl.Phdr.268e, Arist.Metaph.997b21, Aristox.Harm.5.6, 41.9
•esp. en tít. de tratados musicales Ἁρμονικός Archyt.B 1, Ἁρμονικά Ptol.Harm., Ἁρμονικῶν στοιχείων Aristox.Harm.
3 en la escala enarmónica armónico νόμος Plu.2.1133e, τρόπος Aristid.Quint.31.1, συμφωνία Aristid.Quint.103.11
•de una de las notas μέσαι δέ ἐντι τρῖς τᾷ μουσικᾷ, μία μὲν ἀριθμητικά, δευτέρα δὲ ἁ γεωμετρικά, τρίτα δ' ὑπεναντία, ἃν καλέοντι ἁρμονικάν Archyt.B 2
•subst. ἡ ἁρμονική, τὸ ἁρμονικόν componente principal de la música junto con el ritmo armonía, melodía, armónica ἡ ἁρμονική Ptol.Harm.3.1, 10.14, Aristid.Quint.7.9, 28.9, τῆς μουσικῆς ... πρῶτον τὸ ἁρμονικόν Anon.Bellerm.19, 31, τὸ ἁρμονικόν op. ῥυθμικόν y μετρικόν Aristid.Quint.6.18
•op. ἀστρονομία Iambl.Comm.Math.12.
II como término téc. relativo a la proporción, en la terminología músico-matemática armónico, en proporción armónica (ἡ ἁρμονία) δύο μεσότητας ἔχει· ἀριθμητικήν τε καὶ ἁρμονικήν Arist.Fr.47, ἁρμονικὴ ἀναλογία Ph.1.27, Nicom.Ar.2.22, Theo Sm.p.114, Aristid.Quint.100.25, 101.14, Iambl.Comm.Math.9, ἀριθμητικοὶ καὶ ἁρμονικοὶ ... λόγοι Athenag.Leg.6.1, λόγοι ... κατ' ἀριθμὼς ἁρμονικὼς συγκεκραμένοι Ti.Locr.96a, cf. Ph.1.22, Aristid.Quint.117.21, 125.15
•de los elementos del alma ordenados κατὰ τοὺς ἁρμονικοὺς ἀριθμούς Arist.de An.406b29
•οὐδὲν γὰρ ἄλλο τὸ ἁρμονικόν (τῆς τεχνολογίας de la música) Iambl.Comm.Math.7.
III 1que esta en armonía, armonizado, ajustado del pulso en rel. c. el estado físico σφυγμός ἐστιν ... ἔλεγχος ἐν ἁρμονικῇ κινήσει Gal.19.376
•del alma en rel. c. el cuerpo αἱ δ' ἁρμονικαὶ συμμετρίαι Aristid.Quint.128.9
•de la preparación física τὸ ἁρμονικὸν γυμνάσιον Philostr.Gym.53.
2 fig. temperante τακτικὸς καὶ ἁ. ἀνήρ Plu.2.618c.
IV adv. ἁρμονικῶς = en proporción armónica Iambl.Comm.Math.32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
conforme aux lois des accords, musical.
Étymologie: ἁρμονία.
German (Pape)
ή, όν, die Harmonie betreffend, der Harmonie und der Musik überhaupt kundig, Plat. Phaedr. 268d; Plut. Lyc. et Num. 1; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst, Arist. metaph. 12.3.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμονικός:
1 сведущий в законах гармонии, т. е. в музыке Plat.;
2 гармоничный (ἀριθμοί Arst.);
3 посвященный музыке (πραγματεία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμονικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὴν μουσικήν, Πλάτ. Φαῖδρ. 268D · ἁρμ., οὐ μάγειρος, μουσικός, Δαμόξ. ἐν «Συντρόφοις» 1. 49. ΙΙ. μουσικός, ἤτοι σύμφωνος πρός τοὺς νὸμους τοῦ μουσικοῦ ἤχου, κατ’ ἀριθμοὺς ἁρμ. Τίμ. Λοκρ. 96Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 3, 11. ΙΙΙ. ὁ εἰς τὴν ἁρμονίαν ἤ μουσικὴν ἀνήκων· τά ἁρμονικά, ἡ θεωρία τῆς μουσικῆς, μουσική, Πλατ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 2, 9· οὕτως, ἡ ἁρμονική (ἐνν. ἐπιστήμη) Ἀριστ. αὐτόθι 3. 7, κ. ἀλλ.· ἁρμονική πραγματεία, πραγματεία περὶ μουσικῆς ἁρμονίας, Πλουτ. 2. 1142F. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρισταίν. 1. 13.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁρμονικός, -ή, -όν) αρμονία
νεοελλ.
1. ο κανονικός, αυτός που έχει σωστές αναλογίες
2. ο χωρίς παραφωνίες, αυτός που γίνεται με ομόνοια και κατανόηση («αρμονική συμβίωση, συνύπαρξη»)
αρχ.
1. ο μουσικός, ο σύμφωνος με τους νόμους της μουσικής
2. εκείνος που φέρνει αρμονία.
Greek Monotonic
ἁρμονικός: -ή, -όν (ἁρμονία), επιδέξιος στη μουσική, σε Πλάτ.· τὰ ἁρμονικά, μουσική, θεωρία της μουσικής, σε Πλάτ.