ον, = foreg., Hsch. Adv. -ρως,
A = αὐτοχειρί, Sch. E.Or.1040, v.l. in Hierocl.Facet.152.
αὐτόχειρος: -ον, «ὁ ἑαυτὸν ἐγχειρίσας» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ρως = αὐτοχειρί, Βυζ.