αὐτοχειρί
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
Adv. of αὐτόχειρ, with one΄s own hand, Lycurg. 122, Paus. 7.16.6, Onos. 33 tit.; dub.l. in E. Or. 1040.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐτόχειρι E.Or.1041; αὐτοχερί Call.Epigr.20.3, Man.3.200
adv. con la propia mano, por propia mano ἀλλ' αὐ. θνῄσχ' ὅτῳ βούλῃ τρόπῳ E.l.c., αὐ. ἀπέκτεινεν Lycurg.122, cf. Call.l.c., Paus.7.16.6, I.BI 7.393, Polyaen.Exc.8.38.13, αὐτοχειρὶ πολεμεῖν Onas.33.1
•c. gen. a manos de αἱ δὲ ... αὐ. σφετέρων ποσίων ἐδάμησαν Man.3.200; cf. αὐτόχειρ.
German (Pape)
[Seite 404] mit eigner Hand, Eur. Or. 1040; ἀποκτείνειν Lycurg. Leocr. 122; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχειρί: ἐπίρρ. τοῦ προηγουμ., τῇ ἰδίᾳ χειρί, ἰδιοχείρως, Λυκοῦργ. 165. 8, Παυσ. 7. 16, 4, πρβλ. Πόρσ. Ὀρ. 1037· πρβλ. αὐτοχερί.