γάγγραινα

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, (γράω ?)

   A gangrene, Hp.Mochl.33, 2 Ep.Ti.2.17, Dsc.1.61, Plu.2.65d, Gal.18(1).687.

Greek (Liddell-Scott)

γάγγραινα: ἡ, (γράω) πληγὴ ἢ ἀπόστημα διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ πέριξ μέρη, ὅπερ καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται σφάκελος, Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gangrène.
Étymologie: γράω.