πέριξ
English (LSJ)
strengthened for περί, mostly Ion. Prose and Trag. (in latter usually Adv.):
I Prep., round about, all round, c. gen., Hdt.1.179, 2.91, X.An.7.8.12, Epicur.Ep.2p.51U., etc.
2 rarely c. dat., E.Ph.710.
3 commonly c. acc., Hdt.1.196, 3.158, 4.36, al.: mostly before its case, but also after, ib.52,79, as also in A.Pers.368, dub. in E.HF243.
II Adv. round about, π. ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος Hdt.5.115; π. λαβεῖν ἄνθρωπον to surround him, ib.87; κύκλῳ π. A.Pers.418, dub. in S.Ant.1301, E.Andr.266; [Ὠκεανὸς] π. γᾶν ἀμπέχει Limen.10: metaph., πᾶν π. φρονοῦντες circuitously, E.Andr. 448: rare in Att. Prose, π. πολιορκεῖν Th.6.90; ὁ π. τόπος, οἱ π., Pl.Ti.62e, X.Cyr.1.5.2, cf. Epicur.Ep.2p.47U.; ὁ π. χρόνος, i.e. all times save the present, Arist.Int.16b18; τὸ π. ὕδωρ Thphr. Sens.26; later αἱ π. πόλεις Act.Ap.5.16; αἱ π. κῶμαι SIG880.44 (Pizus, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 584] 1) Praepos., bes. ion. u. p., ein verstärktes περί, rings herum; gew. c. acc., νῆσον Αἴαντος πέριξ, Aesch. Pers. 360; βωμὸν πέριξ νήσαντες ξύλα, Eur. Herc. F. 243; πέριξ τὸ τεῖχος, Her. 3, 158; ὠκεανὸν ῥέοντα πέριξ τὴν γῆν, 4, 36, vgl. 4, 180; – aber auch c. gen., πέριξ τοῦ ἱροῦ φοίνικες πεφύκασι, 2, 91, vgl. 4, 152. 1, 179, wie Xen. An. 7, 8, 12 u. Pol. 1, 45, 8; – zuweilen steht es dem Casus nach, τὴν πέριξ, Her. 4, 52. 79. – 2) Adv., ringsherum, νῆες κύκλῳ πέριξ ἔθεινον, Aesch. Pers. 410; βωμία πέριξ, = περὶ βωμόν, Soph. Ant. 1286; oft bei Eur.; πέριξ ὑπ ορύσσοντες τὸ τεῖχος, Her. 5, 115; πέριξ τινὰ λαμβάνειν, = περιλαμβάνειν, 5, 87, umfassen, wie Plat. Tim. 36 c; τὴν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες, Thuc. 6, 90; ὁ πέριξ τόπος, Plat. Tim. 62 d; τὰ πέριξ ἔθνη, Xen. Cyr. 1, 5, 2; einzeln bei Sp., wie Luc. amor. 12; Plut.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 adv. tout autour, alentour;
2 prép. autour de, avec le gén. ou l'acc. et dev. son rég. ; poét. et qqf en prose ion. après son rég.
Étymologie: περί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέριξ [περί] adv. rondom, in de rondte; overdr.: πᾶν πέριξ φρονοῦντες alles wat ze bedenken, is gedraai Eur. Andr. 448. prep. rondom, met gen. of acc.; zelden met dat.:; Eur. Phoen. 710; postpos. met anastr.. νῆσον Αἴαντος πέριξ rondom het eiland van Ajax Aeschl. Pers. 368.
Russian (Dvoretsky)
πέριξ:
I adv. [περί]
1 кругом, вокруг (π. ὑπορρύσσειν τὸ τεῖχος Her.; π. πολιορκεῖν Thuc.): κύκλῳ π. Aesch. сплошным кольцом; τὰ π. ἔθνη Xen. окрестные племена; ὁ π. χρόνος Arst. прошлое и будущее;
2 перен. вкривь, непрямо, с лукавством: πᾶν π. φρονοῦντες Eur. криводушные (вероломные) люди.
II в знач. praep. cum acc., реже cum gen., редко cum dat. вокруг, около (νῆσον π. Aesch.; π. τὸ τεῖχος Her.; π. τῆς τύρσιος Xen.; π. πύργοισι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πέριξ: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τῆς περί, κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις καὶ τοῖς Τραγ. (παρ’ οἷς συνήθως ὡς ἐπίρρ.) Ι. ὡς πρόθ., ὁλόγυρά τινος, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 1. 179., 2. 91., 4. 152, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 12, κτλ. 2) σπανίως μετὰ δοτ., Εὐρ. Φοίν. 710. 3) συνηθέστατα μετ’ αἰτ., πέριξ δὲ αὐτὰς ἵστατο ὅμιλος ἀνδρῶν Ἡρόδ. 1. 196., 3. 158., 4. 36, κ. ἀλλ. κατὰ τὸ πλεῖστον πρὸ τῆς οἰκείας πτώσεως, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ μετ’ αὐτήν, 4. 52, 79, ὡς καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 368, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 234. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλόγυρα, π. ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 5. 115· πέριξ λαβεῖν ἄνθρωπον, κυκλῶσαι αὐτόν, 5. 87· κύκλῳ πέριξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 418, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1301, Εὐρ. Ἀνδρ. 266· μεταφορ., πᾶν πέριξ φρονοῦντες, πλάγια φρονοῦντες, οὐχὶ ὀρθὰ καὶ δίκαια, αὐτόθι 448· ― σπάνιον ἐν τῇ Ἀττικ. πεζογραφίᾳ, πέριξ πολιορκεῖν Θουκ. 6. 90· ὁ πέριξ τόπος, τὰ πέριξ ἔθνη Πλάτ. Τίμ. 62Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 2· ὁ π. χρόνος, δηλ. πᾶς χρόνος πλὴν τοῦ παρόντος, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 3, 5.
English (Strong)
adverb from περί; all around, i.e. (as an adjective) circumjacent: round about.
English (Thayer)
(on the formative or strengthening xi Ξ cf. Lob. Paralip., p. 131), adverb, from Aeschylus down, round about: αἱ πέριξ πόλεις, the cities round about, the circumjacent cities, Acts 5:16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. πρόθ. γύρω από κάτι (α. «πέριξ του στρατοπέδου» β. «πύλαι δὲ ἐνεστᾱσι πέριξ τοῦ τείχους ἑκατόν», η
ρόδ.)
2. (με άρθρ. ως επιθ. προσδ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από κάτι (α. «πάμε στα πέριξ» β. «πάντων γε τῶν πέριξ ῥαδίως ἄρξειν», Ξεν.)
αρχ.
1. επίρρ. γύρω γύρω, ολόγυρα («πέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος», Ηρόδ.)
2. φρ. «ὁ πέριξ χρόνος» — κάθε χρόνος, εκτός από το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-, με ουρανικό ένθημα -κ- και επιρρμ. κατάλ. -ς].
Greek Monotonic
πέριξ: επιτετ. αντί περί,
I. 1. ως πρόθ., γύρω από, ολόγυρα, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
2. με αιτ. σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.
II. ως επίρρ., γύρω, ολόγυρα, σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πέριξ φρονεῖν, κυκλικά, σφαιρικά, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. as prep. round about, all round, c. gen., Hdt., Xen.
2. c. acc., Hdt., Aesch., Eur.
II. as adv. round about, all round, Hdt., Trag.: metaph., π. φρονεῖν circuitously, Eur.
Chinese
原文音譯:pšrix 胚里克士
詞類次數:形,副(1)
原文字根:周圍
字義溯源:四周,周圍;源自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關);而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (κυκλόθεν)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 四周(1) 徒5:16
English (Woodhouse)
around, all round, in a circle, in a ring, in a round about way, in a roundabout way, in a round-about way, round about