δευτερεύω
English (LSJ)
A to be second, οὐδενός Plb. 18.55.5; δ. μετὰ τὸν βασιλέα D.S.1.73, cf. Str.8.6.18; δ. τινός to be next best to it, Dsc.3.39, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.11.3; δ. τινί to play second to .., Plu.Eum.13, cf. LXXEs.4.8.
German (Pape)
[Seite 553] der Zweite dem Range, der Beschaffenheit nach sein, τινί, sich Jemand unterordnen, od. nach ihm die zweite Rolle spielen, Plut. Eum. 13; τινός, Jemandem nachstehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερεύω: εἶμαι δεύτερος, δευτερ. τινός, εἶμαι ὁ ἄριστος μετ’ ἐκεῖνον, Διοσκ. 3. 47· δευτ. τινί, εἶμαι δεύτερος μετά τινα, ἐνεργῶ ὡς τοιοῦτος…, Πλουτ. Εὐμ. 13.
French (Bailly abrégé)
jouer le second rôle : τινί un rôle inférieur à celui d’un autre.
Étymologie: δεύτερος.