A sprout, Thphr.CP4.8.1, Plu.Crass.22.
διαβλαστάνω: μέλλ. -βλαστήσω, ἀναδίδω βλαστούς, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 8, 1.
poindre en germant, germer.Étymologie: διά, βλαστάνω.