διαμαστίζω
German (Pape)
[Seite 589] = διαμαστιγόω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαστίζω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, δέρω, τῷ λόγῳ Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. σ. 540.
[Seite 589] = διαμαστιγόω, Sp.
διαμαστίζω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, δέρω, τῷ λόγῳ Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. σ. 540.