διάρριψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A scattering, X.An.5.8.7, Thphr.HP6.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
διάρριψις: -εως, ἡ, διασκορπισμός, διασκόρπισις, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 7, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διαρρίπτω.