διαφρυκτόω

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

German (Pape)

[Seite 612] mit gerösteten Bohnen ίφρυκτοῖς κυάμοις) bei Wahlen seine Stimme abgeben, VLL,; Hesych. hat auch διάφρυκτος, = κλῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

διαφρυκτόω: ψηφοφορῶ διὰ φρυκτῶν κυάμων Ἡσύχ., Σουΐδ., Μ. Ἐτυμ.