ἐγγώνιος
English (LSJ)
ον, (γωνία)
A forming an angle, esp. right angle, σχῆμα Hp.Art.22; λίθοι ἐντομῇ ἐγγώνιοι cut square, Th.1.93; πύργοι J.BJ 7.8.3. Adv. -ίως Paul.Aeg.6.115. II cut into angles, of ivyleaves, Thphr.HP3.15.4 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 702] einen Winkel bildend; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, winkelrecht zugehauen, Thuc. 1, 93; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγώνιος: ον (γῶνος) σχηματίζων γωνίαν, κυρίως ὀρθὴν γωνίαν, σχῆμα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93. ΙΙ. τετμημένος εἰς γωνίας, γωνιώδης, περὶ τῶν φύλλων τοῦ κισσοῦ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 15, 4.