A = ἐγγυάομαι, GDI1804.3 (Delph.).
ἐγγυεύω: ἐγγυάω, τὸν ἔρανον τὸν Βρομίου οὗ ἐγγυεύει Ἰατάδας κτλ. Ἐπιγρ. Δελφῶν 1804.