ἐγκωμιαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A panegyrical, Arist.Rh.Al.1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; -ικόν, τό, Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc.120. Adv. -κῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 712] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, τόπος 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκωμιαστικός: -ή, -όν, πανηγυρικός, ἐπαινετικός, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
laudatif, louangeur.
Étymologie: ἐγκωμιάζω.