A to be in stalk, Arist.Pr.926a26, Thphr.HP1.2.2.
[Seite 707] in den Stengel schießen, Theophr.
ἐγκαυλέω: καθίσταμαι καυλώδης, σκληρός, ξηρός, Ἀριστ. Προβλ. 20. 30· τότε ἐγκαυλοῦσιν (ἐκκαυλοῦσιν, Wimmer) Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 2, 2.