ἐκλούω

Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A wash out, Hp.Steril.241.    II wash thoroughly, Plb.3.88.1:—Pass., λουτροῖς ἐκλελουμένος δέμας A.Fr.32; ἐγλοηθείς PPetr.2pp.72,73 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 768] (s. λούω), auswaschen, Hippocr., bes. Wunden u. dgl.; τοὺς ἵππους Pol. 3, 88, 1; – übh. = reinigen, λούτροις ἐκλέλουμαι δέμας Aesch. frg. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλούω: λούω ἐντελῶς, Ἱππ. 686. 15, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ΙΙ. πλύνω ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 88, 1. ― Μέσ. καὶ παθ., λουτροῖς ἐκλελουμένος δέμας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 28· πρβλ. λούω Ι, ἐν τέλ.