πλύνω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλύνω Medium diacritics: πλύνω Low diacritics: πλύνω Capitals: ΠΛΥΝΩ
Transliteration A: plýnō Transliteration B: plynō Transliteration C: plyno Beta Code: plu/nw

English (LSJ)

[ῡ],
A Ep. impf. πλύνεσκον Il.22.155: fut. πλῠνῶ Ar.Th.248, D.39.11; Ion. and Ep. πλῠνέω Od.6.31,59: aor. ἔπλῡνα, Ep. πλῦνα Od.6.93, (ἐκ-, περι-) Ar.Pl.1062, D.54.9:—Med., fut. πλῠνοῦμαι LXX Nu.31.24 (ἐκ-πλυνεῖται in pass. sense, Ar.Pl.1064): aor. part. πλυνάμενος LXX Le.13.6, (ἐκ-) Hdt.4.73:—Pass., fut. πλῠθήσομαι (πλυνθ- Hsch.) Com.Adesp.715: aor. ἐπλύθην [ῠ], 3sg. subj. πλυθῇ Thphr. HP 3.15.4; part. πλυθέν Dsc.2.76.18, πλυθείσης Porph.VP34: pf. πέπλῠμαι Hp.Acut.(Sp.) 65, Theoc.1.150, (κατα-) Aeschin.3.178; part. πεπλυμένος PCair.Zen.92 (iii B. C.):—wash, clean, prop. of linen. clothes, etc. (opp. λούομαι bathe, νίζω wash the hands or feet), εἵματα πλύνεσκον Il.22.155; ἴομεν πλυνέουσαι Od.6.31; πλῦνάν τε (sc. εἵματα) κάθηράν τε ῥύπα πάντα ib.93; π. κῴδια Ar.Pl.166; τὸ ἑαυτοῦ ἱμάτιον Pl.Chrm.161e; τὰς κοιλίας Ar.Eq.160; ἄμμον Thphr. De Lapidibus 58; ἐάν τις ἢ λόηται ἢ πλύνει τι ἐν ταῖς κρήναις IG12(5).569.5 (Ceos, iii B. C.); στολήν LXX Ge.49.11:—Pass., σησάμου πεπλυμένου PCair.Zen.562.19 (iii B. C.); σκίλλης πλυθείσης Porph.l.c.
b metaph., πέπλυται τὸ πρᾶγμα the thing is washed to pieces, i.e. worn out, Sosip.1.3: hence τὸ πεπατημένον καὶ πεπλυμένον threadbare, hackneyed, Longin.Rh. p.190H.
II as a slang term, πλύνειν τινά 'give him a dressing', abuse, κἀκυκλοβόρει κἄπλυνε Ar.Ach.381; ἀλλήλους πλυνοῦμεν D.39.11; πλύνοντες αὑτοὺς τἀπόρρητα Id.58.40; τὸν πατέρα καὶ σὲ τούς τε σοὺς ἐγὼ πλυνῶ Men.608; τοὺς κρείσσονας D.C.46.4: c. dat. modi, τὸν τάριχον τουτονὶ πλύνων ἅπασιν ὅσα σύνοιδ' αὐτῷ κακά Ar.Fr.200: c. dupl.acc., πλυνεῖ τε τὰ κακὰ τῶν κακῶν ὑμᾶς Diocl.Com.2. (πλῠ-ν-yω cogn. with πλε (ϝ) -ω, also with Lith. pláuti 'bathe', OSlav. pluti 'flow', 'sail'.)

German (Pape)

[Seite 639] perf. πέπλυκα, πέπλυμαι, πεπλύσθαι, Theocr. 1, 150; aor. pass. ἐπλύθην, poet. auch ἐπλύνθην, vgl. Lob. Phryn. 37; πλυνθήσομαι führt Hesych. an; – waschen, ab-, ausspülen, bes. Wäsche u. Kleider; ὅθι εἵματα πλύνεσκον, Il. 22, 155; αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα, Od. 6, 93; πλυνέουσα, fut., ib. 59; κώδια, Ar. Plut. 166, vgl. 514; ὃς πλυνεῖ σκεύη, Antiphan. bei Ath. IV, 170; τὸ ἑαυταῦ ἱμάτιον ἕκαστον πλύνειν, Plat. Charm. 161 c; Pol. τὸ τῶν ἱερῶν ἔδαφος ταῖς κόμαις, 9, 6, 3; τὸ πρᾶγμα πέπλυται, die Sache ist abgewaschen, d. i. abgenutzt, gemein geworden, Sosipat. com. bei Ath. IX, 377 e. – In der Sprache des gemeinen Lebens πλύνειν τινά, Einen ausschelten, wie wir etwa sagen »Einem den Kopf waschen«, Ar. Ach. 359; vgl. Mein. Men. 221; VLL. erkl. ἐλέγχειν; vgl. Dem. 58, 40, λοιδορουμένους καὶ πλύνοντας ἑαυτοὺς τὰ ἀπόῤῥητα, u. 39, 11. – Das Wort hat mit πλέω dieselbe Wurzel πλυ gemein und hängt mit pluo, fluo zusammen, so daß der Begriff des Benetzens, Befeuchtens zu Grunde liegt.

French (Bailly abrégé)

f. πλυνῶ, ao. ἔπλυνα, pf. inus.
Pass. f. πλυθήσομαι, ao. ἐπλύθην, pf. πέπλυσμαι;
1 laver, nettoyer;
2 ôter en lavant (une tache, une souillure, etc.), acc..
Étymologie: R. Πλυ, laver ; cf. πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλύνω [~ πλέω] iter. imperf. πλύνεσκον; aor. ἔπλῡνα, ep. aor. 3 plur. πλῦναν; perf. med.-pass. πέπλῠμαι; fut. πλῠνῶ, ep. Ion. fut. πλυνέω, wassen, reinigen (van kleding of stoffen):; ἵνα κλυτὰ εἵματ’ ἄγωμαι ἐς ποταμὸν πλυνέουσα opdat ik de fraaie kleren naar de rivier breng om ze te wassen Od. 6.59; overdr. iem. de oren wassen. Aristoph. Ach. 381.

Russian (Dvoretsky)

πλύνω: (ῡ) (impf. ἔπλῡνον, эп. iter. πλύνεσκον, fut. πλῠνῶ, aor. ἔπλυνα - эп. πλῦνα; pass.: fut. πλῠθήσομαι, aor. ἐπλύθην с ῠ, pf. πέπλῠμαι)
1 мыть, стирать (εἵματα Hom.; τὸ ἱμάτιον Plat.; στόλας NT);
2 смывать, споласкивать (ῥύπα πάντα Hom.; ἀτασθαλίην ψυχῆς Anth.);
3 перен. устроить головомойку, намылить голову, разбранить (τινά Arph., Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

πλύνω: [ῡ], Ἰων. παρατ. πλύνεσκον, Ἰλ. Χ. 155· μέλλ. πλῠνῶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 248, Δημ. 997. 25, Ἰων. καὶ Ἐπικ. πλῠνέω Ὀδ. Ζ. 31. 59· ― ἀόρ. ἔπλῡνα. Ἐπικ. πλῦνα Ὀδ. Ζ. 93, (ἐκ-, περι-) Ἀριστοφ., Δημ. ― Μέσ. μέλλ. πλῠνοῦμαι Ἑβδ. (ἐκπλυνεῖται ἐπὶ παθητ. σημασ. Ἀριστοφ. Πλ. 1064). ― Παθ., μέλλ. πλῠθήσομαι (πλυνθ- Ἡσύχ.) Κωμικ. Ἀνώνυμ. παρὰ Meineke 4, σ. 647· ― ἀόρ. ἐπλύνθην, Διοσκ. 2. 94, Ἴδε Κόντου Γλωσσικὰς Παρατηρήσεις ἐν σελίδι 56, 57. ― πρκμ. πέπλῠμαι Ἱππ. 357, 1., 407. 14, (κατα-) Αἰσχίν.· (ἴδε ἐν λ. πλέω). Ὡς καὶ νῦν, πλύνω, κυρίως ἐπὶ τῶν ἐσωτερικῶν ἐνδυμάτων καὶ ἄλλων (ἀντίθετ. τῷ λούομαι, τῷ νίζω, νίπτω χεῖρας, πρόσωπον ἢ πόδας), εἵματα πλύνεσκον Ἰλ. Χ. 155. ἴωμεν πλυνέουσαι Ὀδ. Θ. 31· πλύνει κώδια Ἀριστοφ. Πλ. 166· τὸ ἑαυτοῦ ἱμάτιον Πλάτ. Χαρμ. 161Ε· ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, τὰς κοιλίας, τὸν τάριχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 160, Ἀποσπ. 21· κτλ.· ― μεταφορ., τὸ πρᾶγμα πέπλυται, «εἶναι ξεπλυμένον», δηλ. εἶναι κατατετριμμένον, ἐφθαρμένον, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 3. 2) πλύνων ἀποβάλλω, πλῦναν ῥύπα πάντα, ἐξέπλυναν πᾶσαν ἀκαθαρσίαν, Ὀδ. Ζ. 93· πλ. ψυχῆς πᾶσαν ἀτασθαλίην Ἀνθ. Π. 1. 54. ΙΙ. ὡς χυδαία φράσις, πλύνειν τινά, ἐν ᾗ σημασίᾳ ἔχομεν νῦν τὸ λούω ἐν τῇ φράσει, «τὸν ἔλουσα», «τοῦ ἔδωκα ἓν καλὸν λούσιμον», κἀκυκλοβόρει κἄπλυνε Ἀριστοφ. Ἀχ. 381· ἀλλήλους πλυνοῦμεν Δημ. 997. 25· πλύνοντες αὐτοὺς τἀπόρρητα ὁ αὐτ. 1335. 5· τὸν πατέρα καὶ σὲ καὶ τοὺς σοὺς ἐγὼ πλυνῶ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, τουτονὶ πλύνων ἅπασιν ὅσα σύνοιδ’ αὐτῷ κακὰ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 21· μετὰ διπλῆς αἰτ., πλυνεῖ τε τὰ κακὰ κακῶν ὑμᾶς Διοκλῆς ἐν «Βάκχαις» 2· πρβλ. πλυνὸς ΙΙ.

English (Autenrieth)

part. πλῦνούσῃ, ipf. iter. πλύνεσκον, fut. part. πλυνέουσα, aor. 3 pl. πλῦναν, part. -ᾶσα: wash, clean, cleanse.

Spanish

lavar

English (Strong)

a prolonged form of an obsolete pluo (to "flow"); to "plunge", i.e. launder clothing: wash. Compare λούω, νίπτω.

English (Thayer)

imperfect ἔπλυνον; 1st aorist ἐπλυνα; (cf. πλέω)); from Homer down; the Sept. for כִּבֵּס and רָחַץ; to wash: τά δίκτυα, L T Tr WH (T WH marginal reading πλῦναν; see ἀποπλύνω)); used from Homer down especially in reference to clothing (πλύνειν τάς στολάς αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου is used of those who by faith so appropriate the results of Christ's expiation as to be regarded by God as pure and sinless, L T Tr WH in ἀποπλύνω. Synonym: see λούω, at the end.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πλένω Ν
καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ)
νεοελλ.
1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω
2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση
αρχ.
1. απαλλάσσω από αμαρτία, καθαίρω («πλῡνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου», ΠΔ)
2. μτφ. επιτιμώ, κατηγορώ σφοδρά
3. φρ. α) «τὸ πρᾶγμα πέπλυται» — λέγεται για i) πράγμα φθαρμένο, τριμμένοii) πράγμα πεπαλαιωμένο
β) «τὸ πετατημένον καὶ πεπλυμένον» — το κοινότοπο, το τετριμμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλῡ-ν-ω (< πλύ-ν-) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα plu- της ΙΕ ρίζας pleu- «ρέω» του ρ. πλέω, με έρρινο ένθημα (πρβλ. αρμ. lua-na-m «πλένω») και ενεστ. επίθημα - (πρβλ. πλῑνω, κρῖ-νω). Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζεται και στον μέσο παρακμ. pupluve του αρχ. ινδ. ρ. plavate «επιπλέω, κολυμπώ». Στο ρ. πλύνω η σημ. της ρίζας «βρίσκομαι στο νερό, επιπλέω» εξελίχθηκε στη σημ. «καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό» (για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας pleu- βλ. και λ. πλέω, πλούτος, πύελος). Ο νεοελλ. τ. πλένω, τέλος, έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔπλυνα κατά το σχήμα έμεινα: μένω.
ΠΑΡ. πλύμα, πλυνός, πλυντήριος, πλυντρίς (-ίδα), πλύσις
αρχ.
πλύνος, πλυντήρ, πλύντης, πλυντικός, πλύντρια, πλύντρον, πλυσμός, πλύτρα
αρχ.-μσν.
πλυτός
νεοελλ.
πλύστρα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποπλύνω
αρχ.
αμφιπλύνω, διαπλύνω, εκπλύνω, καταπλύνω, περιπλύνω, προπλύνω, υποπλύνω
νεοελλ.
κακοπλένω, καλοπλένω, ξαναπλένω, ξενοπλένω, ξεπλένω].

Greek Monotonic

πλύνω: [ῠ], Ιων. παρατ. πλύνεσκον· μέλ. πλυνῶ, Ιων. και Επικ. πλῠνέω· αόρ. αʹ ἔπλῡνα, Επικ. πλῡνα — Παθ., μέλ. πλῠνοῦμαι, παρακ. πέπλῠμαι·
I. 1. πλένω, καθαρίζω, κυρίως λέγεται για λινά και ενδύματα, (αντίθ. προς το λούομαι κάνω μπάνιο η το νίζω, πλένω τα χέρια ή τα πόδια), σε Όμηρ., Αττ.
2. καθαρίζω από τις ακαθαρσίες, από τους λεκέδες, σε Ομήρ. Οδ.
II. (αργκό) πλύνειν τινά (καθώς λέμε) «τον έλουσε», «τον στόλισε», σε Αριστοφ., Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to wash, to clean, of clothes a.o. (cf. λούω, νίζω).
Other forms: (πλύνεσκον Χ 155), aor. πλῦναι (Od.), fut. πλυν-έω (ep. Ion.), -ῶ (Att.), pass. perf. πέπλυμαι (IA.), aor. πλυθῆναι (hell.), fut. -θήσομαι (Com. Adesp.).
Compounds: Also w. ἀπο-, ἐκ-, κατα- a.o.
Derivatives: Adj. 1. νεό-, ἔκ-πλυ-τος newly washed, washed out (ζ 64 and A., Pl.), πλυτός washed (Hp.); 2. ἐϋ-πλυν-ής washed well (Od.); 3. πλυν-τικός belonging to washing (Pl., Arist.; Chantraine Études 135), πλυ-τικός id. (Alex. Aphr.). Subst. 4. πλυνοί m. pl. washing pits, -troughs, -sites (Hom., hell.; Chantraine Form. 192) with the dimin. πλύνιον n. (inscr. Sicily); with barytonesis 5. πλύνος m. laundry (pap., ostr.; Mayser Pap. I: 3, 3); unclear Ar. Pl. 1061; with πλυνεύς m. washer (Att. inscr., Poll.; cf. Bosshardt 81). Further nom. actionis: 6. πλύσις (περί-, κατά-, ἀπό- πλύνω) f. washing (IA.), late ἀπόπλυν-σις (Sophon.); πλύσιμος belonging to laundry (pap. IIIa); 7. πλύμα (ἀπό-, περί- πλύνω; πλύσμα Phot., also mss.) n. washing-, swilling water, swill (Hp., Pl. Com., Arist., pap.); 8. πλυσμός πλυτήρ H. Nom. agentis a. istr.: 9. πλύν-τρια f. washer (fem.) (Att. inscr., Poll.), -τρίς f. id. (Ar.), also fullers earth (botanics in Thphr.; Capelle RhM 104, 58), masc. πλύν-της (Poll.), πλύ-της (EM, Choerob.); also πλυτήρ (H.; s. above) and *πλυν-τήρ in Πλυν-τήρ-ια n. pl. name of a purification-festival (Att. inscr., X.) with -ιών, -ιῶνος m. monthname (Thasos), if not rather analog. after other subst. in -τήρια, -τήριον (s. Chantraine Form. 63 f.); thus κατα-πλυντηρ-ίζω metaph. to shower with abusive words prop. to immerse in swilling water, to drench with swilling water?; 10. πλύν-τρον n. = πλύμα (Arist.). pl. payment for washing (pap. IIIa, Poll.).
Origin: IE [Indo-European] [835] *pleu- flow, swim
Etymology: As κρίνω from *κρί-ν-ι̯ω, πλύνω from *πλύ-ν-ι̯ω is a nasalpresent with a further yot-suffix; the nasal came also in non-pres. forms; cf. Schwyzer 694. As a whole πλύνω is a Greek creation, but on IE basis (on Armen. bel.). Thus πλυτός agrees formally with Skt. pluta- swimming, overrun (first in compp., e.g. uda-plu-t-á- swimming in the water [AV]), also with Russ. plot raft, Latv. pluts id. (Russ. LW [loanword]?). Thus πλύσις = Skt. pluti- f., as gramm. expression vowellengthening, late also flood; at least in the lastmentioned case we must reckon with parallel innovation. Both these zero grade forms as perf. midd. pu-plu-v-e a.o. fit in the full-grade present plávate = πλέω; a zero-grade pres., also with nasalsuffix, is found in Arm. lua-na-m (aor. lua-c`i), which agrees also semantically ('wash, bathe') to πλύνω. -- Further s. πλέω and πλώω. (Prob. no to πύελος.)

Middle Liddell

I. to wash, clean, properly of linen and clothes, (opp. to λούομαι to bathe, νίζω to wash the hands or feet), Hom., Attic
2. to wash off dirt, Od.
II. as a slang term, πλύνειν τινά (as we say) "to give him a dressing," Ar., Dem.

Frisk Etymology German

πλύνω: {plúnō}
Forms: (πλύνεσκον Χ 155), Aor. πλῦναι (seit Od.), Fut. πλυνέω (ep. ion.), -ῶ (att.), Pass. Perf. πέπλυμαι (ion. att.), Aor. πλυθῆναι (hell. u. sp.), Fut. -θήσομαι (Kom. Adesp.),
Grammar: v.
Meaning: waschen, reinigen, von Kleidern u. ä. (vgl. λούω, νίζω).
Composita: auch m. ἀπο-, ἐκ-, κατα- u.a.,
Derivative: Mehrere Ableitungen. Adj. 1. νεό-, ἔκπλυτος ‘frisch-, ausgewaschen’ (ζ 64 u.a. bzw. A., Pl. u.a.), πλυτός gewaschen (Hp.); 2. ἐϋ-πλυνής wohlgewaschen (Od.); 3. πλυντικός zum Waschen gehörig (Pl., Arist.; Chantraine Études 135), πλυτικός ib. (Alex. Aphr.). Subst. 4. πλυνοί m. pl. ‘Waschgruben, -tröge, -platz’ (Hom., hell. u. sp.; Chantraine Form. 192) mit dem Demin. πλύνιον n. (Inschr. Sizilien); mit Barytonese 5. πλύνος m. die Wäsche (Pap., Ostr.; Mayser Pap. I: 3, 3); unklar Ar. Pl. 1061; dazu πλυνεύς m. Wäscher (att. Inschr., Poll.; vgl. Bosshardt 81). Weitere Nom. actionis: 6. πλύσις (περί-, κατά-, ἀπό- ~) f. das Waschen (ion. att.), sp. ἀπόπλυνσις (Sophon.); πλύσιμος zur Wäsche gehörig (Pap. IIIa); 7. πλύμα (ἀπό-, περί- ~; πλύσμα Phot., auch Hss.) n. ‘Wasch-, Spülwasser, Spülicht’ (Hp., Pl. Kom., Arist., Pap. usw.); 8. πλυσμός· πλυτήρ H. Nom. agentis u. istr.: 9. πλύντρια f. Wäscherin (att. Inschr., Poll.), -τρίς f. ib. (Ar.), auch Spülerde (Botaniker bei Thphr. u.a.; Capelle RhM 104, 58), mask. πλύντης (Poll.), πλύτης (EM, Choerob.); auch πλυτήρ (H.; s. ob.) und *πλυντήρ in Πλυντήρια n. pl. N. eines Reinigungsfestes (att. Inschr., X. usw.) mit -ιών, -ιῶνος m. Monatsname (Thasos usw.), wenn nicht vielmehr analogisch nach anderen Subst. auf -τήρια, -τήριον (s. Chantraine Form. 63 f.); ebenso καταπλυντηρίζω übertr. mit Schimpfworten überschütten. eig. in Spülwasser eintauchen, mit Spülwasser durchnässen?; 10. πλύντρον n. = πλύμα (Arist.). pl. Wäschelohn (Pap. IIIa, Poll.).
Etymology: Wie in κρί̄νω aus *κρίν-ι̯ω hat sich in πλύ̄νω aus *πλύν-ι̯ω an ein Nasalpräsens ein weiteres Jotsuffix gefügt; dabei drang der Nasal auch in außerpräs. Formen ein; vgl. Schwyzer 694. Als Ganzes ist πλύνω eine griechische Schöpfung, aber auf idg. Grundlage (zum Armen. unten). So deckt sich πλυτός formal mit aind. pluta- schwimmend, überschwemmt (zuerst in Kompp., z.B. uda-plu-t-á- im Wasser schwimmend [AV]), auch mit russ. plot Floß, lett. pluts ib. (russ. LW?). Ebenso πλύσις = aind. pluti- f., als gramm. Ausdruck Vokaldehnung, sp. auch Flut; wenigstens im letztgenannten Falle ist mit paralleler Neubildung zu rechnen. Sowohl diese tiefstufigen Formen wie Perf. Med. pu-plu-v-e u.a. reihen sich indessen an das hochstufige Präsens plávate = πλέω; ein tiefstufiges Präs., zumal mit Nasalsuffix, liegt dagegen in arm. lua-na-m (Aor. lua-c̣i) vor, das auch semantisch (’waschen, baden’) zu πλύνω stimmt. — Weiteres s. πλέω und πλώω. Vgl. auch πύελος.
Page 2,564-565

Chinese

原文音譯:plÚnw 普呂挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:投入
字義溯源:投入水中洗,洗淨,洗;源自(πλύνω)X*=流動);比較: (λούω)=洗*,與 (νίπτω)=洗淨*。參讀 (ἀπολούω)同義字
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編
1) 曾⋯洗(1) 啓7:14;
2) 洗淨(1) 啓22:14

Mantoulidis Etymological

(=πλένω). Ἀπό ρίζα πλεϝ- ἴδια μέ τό πλέω. Θέμα πλυν+j+ω → πλύννω → πλύνω.
Παράγωγα: πλύμα (=νερό ὅπου ἔχει πλυθεῖ κάποιος), ἀπόπλυμα, πλυνεύς, πλυνός (=σκάφη γιά πλύσιμο ρούχων), πλυντήρ, πλυντήριος, Πλυντήρια (ἐνν. ἱερά = γιορτή στήν Ἀθήνα), πλύντης, πλυντικός, πλύντρια καί πλυντρίς (=πλύστρα), πλύντρον, πλύντρα, τά (=ἀμοιβή γιά πλύσιμο), τά πλύσιμα (=λεφτά γιά πλύσιμο), πλύσις, πλυσμός, πλύσιμον, πλυτέος, πλυτός, ἄπλυτος, ἀνέκπλυτος (=ἀνεξίτηλος), ἔκπλυτος.

Léxico de magia

lavar una piedra de siderita μετὰ δὲ τὸ γλυφῆναι πλύνας αὐτὸ νίτρῳ καὶ ὕδατι χάλασον αὐτὸ εἰς βιαίου αἷμα después de haber grabado, lávala con natrón y agua y mójala con sangre de uno muerto violentamente P IV 2885

Translations

Afrikaans: was; Aklanon: eaba; Albanian: lan; Arabic: غَسَلَ‎; Aramaic Syriac: ܣܚܐ‎; Armenian: լվալ, լվանալ; Aromanian: spel, aspel, lau; Assamese: ধোৱা; Asturian: llavar; Azerbaijani: yumaq; Bashkir: йыуыу; Basque: garbitu; Belarusian: мыць, памыць; праць; Bengali: ধোয়া, ধোওয়া; Bikol Central: hugas; Breton: gwalc'hiñ; Bulgarian: мия, измивам; Burmese: ဆေး; Buryat: угааха; Catalan: rentar, llavar; Cebuano: laba, hugas; Cherokee: ᏕᎬᎩᎶᎠ; Chinese Cantonese: 洗; Mandarin: 洗, 洗滌, 洗涤, 沖洗, 冲洗; Chuvash: ҫу; Classical Nahuatl: pāca; Cornish: golhi; Crimean Tatar: yuvmaq, cuvmaq; Czech: mýt, prát; Danish: vaske; Dolgan: һууй; Dutch: wassen, spoelen, afspoelen; Esperanto: lavi; Estonian: pesema; Even: ав-, хилка-; Evenki: ав-, силки-; Faroese: vaska; Finnish: pestä; tiskata, pyykätä; French: laver; Friulian: lavâ; Galician: lavar; Georgian: რეცხვა, გარეცხვა, ბანვა; German: waschen, spülen; Gothic: 𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: πλένω; Ancient Greek: πλύνω, νίπτω, λούω; Guaraní: johéi; Haitian Creole: lave; Hawaiian: holoi; Hebrew: רָחַץ‎, שָׁטַף‎; Hindi: धोना; Hungarian: mos, kimos; Icelandic: þvo; Ido: lavar; Indonesian: mencuci; Irish: nigh; Old Irish: nigid, ind·aim; Isnag: uxat; Italian: lavare; Japanese: 洗う; Javanese: ngumbah, raup, wisuh; Kabyle: ssired; Kalmyk: уһаах; Kashmiri: چھَلُن‎; Kashubian: mëc; Kazakh: жуу; Khakas: чуурға; Khmer: លាង; Korean: 씻다; Kurdish Central Kurdish: شوشتن‎; Northern Kurdish: şûştin; Kyrgyz: жуу; Lao: ລ້າງ, ຊັກ, ສ່ວຍ; Latin: lavo, luo; Latvian: mazgāt; Limburgish: wasje, wesje, speule, aafspeule; Lithuanian: pláuti, mazgoti, praũsti; Lombard: lavà; Low German: waschen; Macedonian: мие; Maguindanao: ugas; Malay: mencuci; Manchu: ᠣᠪᠣᠮᠪᡳ; Maori: horoi; Middle English: wasshen; Mongolian: угаалга; Nanai: силко-; Ngazidja Comorian: uyela; Norman: laver; Norwegian: tvette, vaske; Occitan: lavar; Old Church Slavonic Cyrillic: мꙑти; Old East Slavic: мꙑти; Old English: þwēan, wascan; Old High German: dwahan; Old Javanese: kumbah; Old Norse: þvó, þvætta; Oromo: miiccuu; Ossetian: ӕхсын; Ottoman Turkish: ییقامق‎; Pashto: ولل‎, اندرېيل‎; Persian: شستن‎; Polish: myć, prać; Portuguese: lavar; Quechua: mayllay, t'aqsay; Rohingya: dúo; Romani: thovel; Romanian: spăla; Romansch: lavar, laver; Russian: мыть, помыть, вымыть, стирать, постирать; Samoan: fulu; Sanskrit: क्षिपति; Sardinian: samunài, samunàe, samunàre, sciacuai, labare; Scottish Gaelic: nigh; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̏ти, пра̏ти; Roman: mȉti, prȁti; Sicilian: lavari; Slovak: myť, prať; Slovene: miti, prati; Sorbian Lower Sorbian: myś; Spanish: lavar; Sundanese: kumbah; Swahili: -osha, -fua, -nawa; Swedish: tvätta, tvaga, två; Sylheti: ꠗꠃꠣ; Tagalog: maghugas, hugasan; Tajik: шустан; Tamil: கழுவு, அலம்பு; Tatar: юарга; Tausug: hugas; Telugu: కడుగు hands, dishes, etc., ఉతుకు clothes; Tetum: fase; Thai: ล้าง, ซัก; Tibetan: བཀྲུ་བ; Tongan: kaukau; Turkish: yıkamak, yumak; Turkmen: ýuvmak; Tuvan: чуур; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎕; Ukrainian: мити, прати; Urdu: دھونا‎; Uyghur: ياقىماق‎, يۇماق‎; UEY: يۇماق‎, يۇيماق‎; USY: жумақ, жуймақ; Uzbek: yuvmoq, yuvinmoq; Vietnamese: rửa, giặt; Volapük: lavön; Võro: mõskma; Walloon: laver, rinetyî, rilaver; Welsh: golchi; West Frisian: waskje; Westrobothnian: bøtj, tjwöött, rääns; Yiddish: וואַשן‎; Zazaki: suwen; Zealandic: wasse