εως, ἡ,
A interweaving, entwining, στήμονος Pl.Plt.282e.
[Seite 814] ἡ, Einflechtung, Verwebung, τοῦ στήμονος Plat. Polit. 282 e.
ἔμπλεξις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, ἐνύφανσις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε.