ἐμπλοκή
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A braiding, κόμης Str.17.3.7, cf. Nic. Dam.p.2 D., 1 Ep.Pet.3.3.
2 scuffle, PRyl.124.28 (i A. D.), 150.12 (i A. D.).
II interweaving, Epicur.Nat.1420 (dub.); entanglement, Plu.2.916d (pl.); of the matted roots of trees, Ph.Byz.Mir.1.5 (pl.); τόποις ἐμπλοκὰς ἔχειν, of districts, to run into one another, Str.13.4.12.
III Math., κατ' ἐμπλοκήν, = ἐμπλέγδην, Iamb.in Nic.p.124P., al.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I trenzado κόμης ἐ. Str.17.3.7, τριχῶν 1Ep.Petr.3.3, ἁμιλλώμενος περὶ κάλλους καὶ ἐμπλοκῆς Nic.Dam.2, cf. Clem.Al.Paed.2.10.105, 3.11.62.
II implicando cierto desorden
1 entrelazamiento, trabazón de raíces de árboles, Ph.Byz.Mir.1, de ramas en empalizadas, Plb.18.18.11, 15
•ἐμπλοκὰς ἔχειν estar entremezclado τὰ δ' ἑξῆς ... μέρη τοῖς τόποις τούτοις ἐμπλοκὰς ἔχει las regiones situadas a continuación de esos lugares están entremezcladas impidiendo el establecimiento de fronteras, Str.13.4.12
•mat. κατ' ἐμπλοκήν en forma entremezclada κατ' ἐμπλοκὴν συμπλέκοντες ... πρῶτον ἀνόμοιον δευτέρῳ ὁμοίῳ Iambl.in Nic.86, cf. 107, 124.
2 fusión, mezcla de efluvios, Plu.2.916d.
3 riña, refriega, forcejeo, PRyl.124.28, 150.12 (ambos I d.C.).
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, das Einflechten, Flechten, bes. des Haares, Strab. XVII p. 828; N.T.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d'en venir aux mains;
NT: tresse ; coiffure apprêtée.
Étymologie: ἐμπλέκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλοκή: ἡ
1 плетение, заплетание (τριχῶν NT);
2 обхватывание Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλοκή: ἡ, τὸ «πλέξιμον», καλλωπίζονται κόμης ἐμπλοκῇ Στράβων 818. ΙΙ. πλεξίς, «πλεξοῦδα», κρωβύλον, ὃ ἐμπλοκῆς ἐστιν εἶδος Κλήμ. Ἀλ. 233.
English (Strong)
from ἐμπλέκω; elaborate braiding of the hair: plaiting.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμπλοκῆς, ἡ, (ἐμπλέκω), an interweaving, braiding, a knot: τριχῶν (Lachmann omits), an elaborate gathering of the hair into knots, Vulg. capillatura, (A. V. plaiting), κόμης, Strabo 17, p. 828).
Greek Monolingual
η (AM ἐμπλοκή)
προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο
νεοελλ.
1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι
2. η πρώτη φάση της μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό
3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού χειρισμού
4. αιφνίδια εμφάνιση δυσκολίας σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις που οδηγεί σε διακοπή τους
αρχ.
1. το πλέξιμο τών μαλλιών
2. βόστρυχος, πλεξούδα
3. (για ρίζες δέντρου) μπέρδεμα.
Chinese
原文音譯:™mplok» 恩-普羅咳
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-編織(著)
字義溯源:精緻編髮,編辮,辮;源自(ἐμπλέκω)=編織,糾纏);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πλέκω)*=編結)組成
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 辮(1) 彼前3:3