ἐνάρθρωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, a kind of
A articulation, when the ball is deep set in the socket, Gal.2.736.
German (Pape)
[Seite 829] ἡ, eine Art διάρθρωσις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάρθρωσις: -εως, ἡ, «ἐνάρθρωσις μὲν οὖν ἐστιν ὅταν ἡ ὑποδεχομένη κοιλότης βάθος ἱκανὸν ἔχῃ καὶ ἡ ἐγκαταβαίνουσα κεφαλὴ προμήκης ὑπάρχῃ» Γαλην. τ. 2. 736, 3.