κοιλότης

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλότης Medium diacritics: κοιλότης Low diacritics: κοιλότης Capitals: ΚΟΙΛΟΤΗΣ
Transliteration A: koilótēs Transliteration B: koilotēs Transliteration C: koilotis Beta Code: koilo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A hollowness: a hollow, τῆς γῆς Arist.Mete.354a12, cf. HA529a21, Thphr. Vent.30; κ. ὀρέων LXX Wi.17.19; κοιλότης ἐν ῥινί = σιμότης, Them.in Ph.42.3.
II concavity, Arist.Metaph.1025b33; concave moulding in architecture, Procop.Ecphr.p.157 B. (pl.).
III metaph., shortage of cash, Phld.Oec.p.71J.

German (Pape)

[Seite 1467] ητος, ἡ, das Hohlsein, die Höhlung, Vertiefung; Arist. H. A. 4, 4; τόποι πολλὰς ἔχοντες κοιλότητας Pol. 3, 104, 4; τοῦ ἰσχίου Ath. XI, 479 b.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλότης: -ητος, κοῖλον σχῆμα, κοίλωμα, τῆς γῆς Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 10, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 20, π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6, κτλ. ΙΙ. ἀντίθετ. πρὸς τὸ σιμόν, Ἀριστ. Μεταφυσ. 5. 1, 6.

Russian (Dvoretsky)

κοιλότης: ητος ἡ
1 пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.);
2 вогнутость (ἡ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.).