ἐλεφαντομάχος
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A fighting against elephants, ζῷον Str.16.4.15, cf. D.S.3.26.
German (Pape)
[Seite 796] mit Elephanten kämpfend, Strab. XVI p. 775.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαντομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἐλέφαντας, ἐλεφαντομάχον ἰδίως ἐστὶ τὸ ζῷον (ὁ ῥινόκερως) περὶ τῆς νομῆς Στράβων 775.