ἐξαυθαδίζομαι
English (LSJ)
strengthd. for αὐθαδίζομαι, J.AJ15.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυθᾱδίζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐθαδίζομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10. 4.
strengthd. for αὐθαδίζομαι, J.AJ15.10.4.
ἐξαυθᾱδίζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐθαδίζομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10. 4.