αὐθαδίζομαι

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαδίζομαι Medium diacritics: αὐθαδίζομαι Low diacritics: αυθαδίζομαι Capitals: ΑΥΘΑΔΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: authadízomai Transliteration B: authadizomai Transliteration C: afthadizomai Beta Code: au)qadi/zomai

English (LSJ)

aor. αὐθισάμενος Them.Or.34 P.467 D.:—to be self-willed, οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap.34d; to be puffed up, be arrogant, Them. Or.29.346b.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): αὐθαδειάζομαι S.E.P.1.237, Lib.Decl.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.Call.24, Gr.Naz.M.35.580C
1 abs. ser arrogante οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte Pl.Ap.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.Or.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.
2 osar, atreverse a c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.Arc.14.5
c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être présomptueux ou être arrogant.
Étymologie: αὐθάδης.

German (Pape)

[θᾱ], sich anmaßend, hartnäckig, stolzbetragen, Plat. Apol. 34b. v.l. αὐθαδιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

αὐθᾱδίζομαι: быть дерзким, самонадеянным Plat.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθᾱδίζομαι: ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.

Greek Monolingual

αὐθαδίζομαι (Α) αυθάδης
αυθαδιάζω.

Greek Monotonic

αὐθᾱδίζομαι: αποθ., είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From αὐθάδης
Dep. to be self-willed, Plat.