οῦ, ὁ,
A joint imitator, Ep.Phil.3.17.
[Seite 983] ὁ, der mit oder zugleich Nachahmende (?).
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μιμητής, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 17.
οῦ (ὁ) :imitateur avec d’autres.Étymologie: σύν, μιμέω.