μιμητής
English (LSJ)
μιμητοῦ, ὁ,
A imitator, τινων ib.1.6.3, cf. Hp.Vict.1.22, 1 Ep.Cor.4.16; οἱ μ. τῶν γραμμάτων forgers, Lib. Ep.115.4.
II artist (cf. μίμησις ΙΙ), Pl.R. 602a, al.; esp. one who impersonates characters, as an actor or poet, Arist.Pr.918b28, Po. 1460a8.
2 coupled with γόης, mere actor, impostor, Pl.R. 598d, cf. Plt.303c, Sph.235a.
German (Pape)
[Seite 186] ὁ, der Nachahmer; τοῦ σοφοῦ, Plat. Soph. 268 c; εἰρωνικός, ibd. a u. öfter; auch mit γόης verbunden, 235 a Rep. X, 598 d; Isocr. 1, 11; τῆς πράξεως, Pol. 1, 7, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 imitateur;
2 qui représente les caractères : poète ou acteur.
Étymologie: μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
μῑμητής: οῦ ὁ
1 подражатель, воспроизводитель, изобразитель Plat., Arst. etc.;
2 притворщик, симулянт (μ. καὶ γόης Plat.): μ. τοῦ σοφοῦ Plat. прикидывающийся философом.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπομιμούμενός τι, Πλάτ. Πολ. 602Α, κτλ. ΙΙ. ὁ παριστάνων ἢ ἀπομιμούμενος χαρακτῆρας ὡς ἠθοποιὸς ἢ ποιητής, Ἀριστ. Ποιητ. 3. 4., 25, 2. 2) συνημμένον μετὰ τοῦ γόης, ὑποκριτὴς καθ’ ὅλα, πλάνος, ἀπατεὼν (πρβλ. ὑποκριτής), Πλάτ. Πολ. 598D, Πολιτικ. 303C, Σοφιστ. 235Α.
English (Strong)
from μιμέομαι; an imitator: follower.
English (Thayer)
μιμητου, ὁ, an imitator: γίνομαι τίνος (genitive of person), (where L T Tr WH ζηλωταί). (Plato, Isocrates, others.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. μιμήτρια (ΑΜ μιμητής) μιμούμαι
αυτός που μιμείται κάποιον ή κάτι, αυτός που ακολουθεί τους τρόπους, τη συμπεριφορά άλλου («οἱ διδάσκαλοι τοὺς μαθητὰς μιμητὰς ἑαυτῶν ἀποδεικνύουσιν», Ξεν.)
αρχ.
1. αυτός που παριστάνει κάτι με μίμηση, ιδίως αυτός που παριστάνει ή απομιμείται χαρακτήρες ως ηθοποιός ή ως ποιητής
2. φρ. «μιμητὴς γόης» — αγύρτης, απατεώνας.
Greek Monotonic
μῑμητής: -οῦ, ὁ (μιμέομαι),·
I. μίμος, αντιγραφέας, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. κάποιος που αναπαριστάνει χαρακτήρες, σε Αριστ.
2. πραγματικός ηθοποιός, με υποκριτικό ταλέντο (πρβλ. ὑποκριτής), σε Πλάτ.
Middle Liddell
μῑμητής, οῦ, ὁ, μιμέομαι
I. an imitator, copyist, Plat., etc.
II. one who represents characters, Arist.
2. a mere actor, an impostor (cf. ὑποκριτής), Plat.
Chinese
原文音譯:mimht»j 米姆帖士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:模仿(者)
字義溯源:模仿者,跟隨者,效法者,效法;源自(μιμέομαι)=模仿);而 (μιμέομαι)出自(μιμνῄσκομαι)X*=效法)
出現次數:總共(6);林前(2);弗(1);帖前(2);來(1)
譯字彙編:
1) 效法(3) 弗5:1; 帖前1:6; 來6:12;
2) 效法者(3) 林前4:16; 林前11:1; 帖前2:14
Translations
imitator
Catalan: imitador; Dutch: imitator; Finnish: matkija; French: imitateur; German: Nachahmer, Nachahmerin, Epigone, Epigonin, Nachäffer, Nachäfferin, Nachbeter, Nachsprecher, Nachsprecherin, Papagei, Papageiin, Echo; Greek: μιμητής; Ancient Greek: μιμητής; Hungarian: utánzó, majmoló, epigon, imitátor; Indonesian: peniru; Irish: aithriseoir; Italian: imitatore; Japanese: 模倣者, 亜流; Korean: 모방자; Latin: imitator, imitatrix, simulator; Norwegian Bokmål: imitator; Nynorsk: imitator; Polish: imitator, imitatorka, naśladowca, naśladowczyni; Russian: имитатор, подражатель; Spanish: imitador