χαλιναγωγέω

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A guide with or as with bit and bridle, γλῶσσαν, σῶμα, Ep.Jac.1.26, 3.2, cf. Luc.Salt.70, Tyr.4; ἄνθρωπον Vett.Val. 248.25, cf. Chor.32.139p.376 F.-R., Lib.Decl.3Intr.1.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑνᾰγωγέω: τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, ἀναχαιτίζω, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
conduire avec le frein.
Étymologie: χαλιναγωγός.