χαλιναγωγός

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῑνᾰγωγός Medium diacritics: χαλιναγωγός Low diacritics: χαλιναγωγός Capitals: ΧΑΛΙΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: chalinagōgós Transliteration B: chalinagōgos Transliteration C: chalinagogos Beta Code: xalinagwgo/s

English (LSJ)

χαλιναγωγόν, guiding as with bit and bridle, Νέμεσις Vett. Val.131.6, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui dirige avec le frein.
Étymologie: χαλινός, ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑναγωγός: -όν, ὁ χαλιναγωγῶν, ἀναχαιτίζων ὡς διὰ χαλινοῦ, ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγὸς Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 832, 12.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που συγκρατεί, που αναχαιτίζει, σαν τον ιππέα που χρησιμοποιεί το χαλινάρι («ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγός», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός)].

Greek Monotonic

χᾰλῑναγωγός: -όν, αυτός που καθοδηγεί σα να έχει χαλινάρι.

Middle Liddell

χᾰλῑν-αγωγός, όν
guiding as with a bridle.