χαλιναγωγός

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῑνᾰγωγός Medium diacritics: χαλιναγωγός Low diacritics: χαλιναγωγός Capitals: ΧΑΛΙΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: chalinagōgós Transliteration B: chalinagōgos Transliteration C: chalinagogos Beta Code: xalinagwgo/s

English (LSJ)

χαλιναγωγόν, guiding as with bit and bridle, Νέμεσις Vett. Val.131.6, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui dirige avec le frein.
Étymologie: χαλινός, ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑναγωγός: -όν, ὁ χαλιναγωγῶν, ἀναχαιτίζων ὡς διὰ χαλινοῦ, ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγὸς Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 832, 12.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που συγκρατεί, που αναχαιτίζει, σαν τον ιππέα που χρησιμοποιεί το χαλινάρι («ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγός», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός)].

Greek Monotonic

χᾰλῑναγωγός: -όν, αυτός που καθοδηγεί σα να έχει χαλινάρι.

Middle Liddell

χᾰλῑν-αγωγός, όν
guiding as with a bridle.