λαξευτός
English (LSJ)
ή, όν,
A hewn out of the rock, LXX De.4.49, Ev.Luc.23.53.
Greek (Liddell-Scott)
λαξευτός: -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.
Étymologie: λαξεύω.