λαξεύω
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
hew in stone, LXX Ex. 34.1, al.; also, hew wood, ib.Is.9.10(9):—Pass., ἐκ λίθων λελαξευμένων ib.Ju.1.2, cf. J.AJ12.7.6.
French (Bailly abrégé)
tailler la pierre.
Étymologie: λᾶς, ξέω.
Greek (Liddell-Scott)
λαξεύω: (λᾶν ἢ λᾶς ξέω), πελεκῶ λίθον, κατασκευάζω ἐκ λίθου πελεκητοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΛΔ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ― Παθ., ἐκ λίθων λελαξευμένων Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Α΄, 2).
Greek Monolingual
(AM λαξεύω) λαξόος
σκαλίζω λίθους ή ξύλα με πελέκημα
νεοελλ.
μτφ. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη («λαξευμένο ύφος»).
Greek Monotonic
λαξεύω: σκαλίζω, πελεκάω πέτρα, λαξεύω βράχο, σε Εβδ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=πελεκῶ πέτρες). Ἀπό τό λᾶς (λᾶας = πέτρα) + ξέω (=λειαίνω).
Παράγωγα: λάξευμα (= σκάλισμα), λάξευσις, λαξευτήριον, λαξευτής, λαξευτικός, λαξευτός.
German (Pape)
[ᾱ], (λᾶς – ξέω), Steine behauen, polieren, aus Stein hauen, Sp., wie Eumath.