λαξεύω

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαξεύω Medium diacritics: λαξεύω Low diacritics: λαξεύω Capitals: ΛΑΞΕΥΩ
Transliteration A: laxeúō Transliteration B: laxeuō Transliteration C: laxevo Beta Code: laceu/w

English (LSJ)

hew in stone, LXX Ex. 34.1, al.; also, hew wood, ib.Is.9.10(9):—Pass., ἐκ λίθων λελαξευμένων ib.Ju.1.2, cf. J.AJ12.7.6.

French (Bailly abrégé)

tailler la pierre.
Étymologie: λᾶς, ξέω.

Greek (Liddell-Scott)

λαξεύω: (λᾶν ἢ λᾶς ξέω), πελεκῶ λίθον, κατασκευάζω ἐκ λίθου πελεκητοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΛΔ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ― Παθ., ἐκ λίθων λελαξευμένων Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Α΄, 2).

Greek Monolingual

(AM λαξεύω) λαξόος
σκαλίζω λίθους ή ξύλα με πελέκημα
νεοελλ.
μτφ. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη («λαξευμένο ύφος»).

Greek Monotonic

λαξεύω: σκαλίζω, πελεκάω πέτρα, λαξεύω βράχο, σε Εβδ.

Middle Liddell

λαξεύω,
to hew in stone, Lxx.

Mantoulidis Etymological

(=πελεκῶ πέτρες). Ἀπό τό λᾶς (λᾶας = πέτρα) + ξέω (=λειαίνω).
Παράγωγα: λάξευμα (= σκάλισμα), λάξευσις, λαξευτήριον, λαξευτής, λαξευτικός, λαξευτός.

German (Pape)

[ᾱ], (λᾶςξέω), Steine behauen, polieren, aus Stein hauen, Sp., wie Eumath.