ἀντιπαρέρχομαι

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

   A pass by on the opposite side, Ev.Luc.10.31: c. acc. loci, AP12.8 (Strat.).    II come up ana help, as against an enemy, LXX.Wi.16.10.    III enter in place of, Diog.Oen.29.    IV penetrate, Chrysipp.Stoic.2.248.

German (Pape)

[Seite 257] vorbeigehen, Strat. 7 (XII, 8).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέρχομαι: ἀποθ., παρέρχομαι χωρὶς νὰ πλησιάσω, χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν (ὁ ἱερεὺς τὸν ἡμιθανῆ ἄνθρωπον) ἀντιπαρῆλθεν, παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31· μετὰ αἰτ. τόπου, Ἀνθ. Π. 12. 8. ΙΙ. προσέρχομαι εἰς ἀντίληψιν, «τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», Ἑβδ. Σοφ. Σολ. ιϛ΄, 10.

French (Bailly abrégé)

1 venir à la rencontre l’un de l’autre par deux routes différentes;
2 venir au secours NT.
Étymologie: ἀντί, παρέρχομαι.

Spanish (DGE)

I intr.
1 pasar de largo de pers. Eu.Luc.10.31, 32.
2 ir en ayuda c. gen. τὸ ἔλεος γάρ σου ἀ. LXX Sap.16.10.
II fig. tr. entrar en lugar de c. ac. τὰ ἥδοντα αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ἀντιπαρέρχεται Diog.Oen.28.6.13
penetrar a su vez c. ac. ἡμᾶς ἐπὶ τοῦ ἐγκεφάλου Chrysipp.Stoic.2.248.