παριστάνω

Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

= sq. (q.v.), Plb.3.96.3, 3.113.8, Phld. Sign.29, Ep.Rom.6.13, etc. :—also παριστάω, A.D. Synt.272.13 (v.l.), S.E. P.2.42, 108, etc. :—Pass.,

   A παριστᾶται Parm.16.2 ; cf. παραστάνω.

German (Pape)

[Seite 523] Nebenform von παρίστημι, Pol. 3, 113, 8 u. öfter. Eben so παριστάω, S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

παριστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ παρίστημι, Πολύβ. 3. 96, 3., 113, 8, κτλ.· ὡσαύτως παριστάω, Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 2. 42, 108, κτλ.