καταλαλιά
English (LSJ)
ἡ,
A evil report, slander, LXXWi.1.11, 1 Ep.Pet.2.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, üble Nachrede, Beschuldigung, N. T., von Thom. Mag. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰλιά: ἡ, κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κατάκρισις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
mauvais propos, parole méchante ou injurieuse.
Étymologie: κατάλαλος.